Το 1877, όταν ο Σίγκμουντ Φρόυντ ήταν τριτοετής φοιτητής ιατρικής στο Πανεπιστήμιο της Βιέννης, ξεκίνησε την συνεργασία του με τον φυσιολόγο Ερνστ φον Μπρύκε (Ernst von Brücke). Ο Μπρύκε ήταν ένας από τους βασικότερους εκπροσώπους της φυσιολογίας του Χέρμαν φον Χέλμχολτς (Hermann von Helmholtz), η οποία προσπαθούσε να εξηγήσει όλα τα φαινόμενα στη βάση φυσικοχημικών διεργασιών, σε αντίθεση με την τότε δημοφιλή φιλοσοφική θεωρία της φυσιολογίας, τον βιταλισμό. Οι οπαδοί του βιταλισμού υποστήριζαν ότι τα έμβια όντα διαφέρουν από τα άψυχα αντικείμενα επειδή περιέχουν μια «ζωτική σπίθα», την οποία ορισμένοι πίστευαν ότι ήταν η ψυχή. Η σχολή του Χέλμχολτζ αμφισβήτησε αυτή τη θεωρία, δηλώνοντας ότι μόνο οι κοινές φυσικοχημικές λειτουργίες εμπλέκονται στη ζωή ενός οργανισμού.
Ο Φρόυντ θαύμαζε το έργο του Helmholtz αν και δεν είχε την ευκαιρία να τον συναντήσει προσωπικά. Ο Helmholtz, εξέφραζε την τέλεια ενσάρκωση της φιγούρας του «γιατρού-φυσικού» που κυριαρχούσε στη γερμανική πανεπιστημιακή σκηνή, σε μια εποχή που γερμανική επιστημονική έρευνα άρχισε να γίνεται το πρότυπο και το κέντρο της ευρωπαϊκής επιστήμης. Ο Φρόυντ θεωρούσε τον εαυτό του συνεχιστή μιάς φυσιολογίας-ανατομίας ριζικά υποταγμένης στη φυσική, την επιστήμη με την οποία περιγράφονται όλα τα τα φυσικά φαινόμενα, συμπεριλαμβανομένων και εκείνων που σχετίζονται με τους ζωντανούς οργανισμούς. Όλα τα φυσικά φαινόμενα θα έπρεπε να περιγραφούν με την κίνηση των υλικών σωματιδίων και των αλληλεπιδράσεών τους. Η φυσικο-χημική λειτουργία του ζωντανού οργανισμού υπόκειται στους ίδιους νόμους με την άψυχη ύλη και πρέπει να μελετάται με τους ίδιους όρους.
Έχοντας ριζωμένες μέσα του αυτές τις ιδέες, μετά από μερικά χρόνια στην εργασία του με τίτλο «A Project for a Scientific Psychology (1895)» , ο Φρόυντ μιμούμενος τον Νεύτωνα, επιχείρησε να θέσει τις βάσεις για την επιστημονική εξήγηση των ψυχολογικών φαινομένων με φυσικούς όρους για νευρολόγους και νευροεπιστήμονες. Διατυπώνει μια ψυχολογία ως φυσική επιστήμη, αναπαριστώντας τις ψυχικές διεργασίες ως «ποσοτικά καθορισμένες καταστάσεις καθορισμένων υλικών σωματιδίων», των νευρώνων.
Ο Νεύτωνας έθεσε τις βάσεις της κλασικής μηχανικής στο μνημειώδες βιβλίο του «Μαθηματικές Αρχές της Φυσικής Φιλοσοφίας« (Philosophiæ Naturalis Principia Mathematica-1646). Πριν διατυπώσει τους νόμους του, ο Νεύτωνας εισήγαγε δύο θεμελιώδεις ορισμούς:
(α) την «ποσότητα της ύλης» (μάζα), που υπολογίζεται από το γινόμενο της πυκνότητας και του όγκου και
(β) την «ποσότητα της κίνησης» (ορμή), που προκύπτει από το γινόμενο της ταχύτητας επί την ποσότητα ύλης (μάζα). Στη συνέχεια διατυπώνει τους τρείς νόμοι της κίνησης:
1ος νόμος: Κάθε σώμα διατηρείται στην κατάσταση της ακινησίας ή της ευθύγραμμης ομοιόμορφης κίνησής του, εκτός αν εξαναγκαστεί σε μεταβολή αυτής της κατάστασης από δυνάμεις ασκούμενες σε αυτό.
2ος νόμος: Η μεταβολή στην κίνηση είναι ανάλογη προς την ασκούμενη κινητήρια δύναμη, και συντελείται στην κατεύθυνση της ευθείας γραμμής στην οποία ασκείται η δύναμη
3ος νόμος: Σε κάθε δράση αντιστοιχεί πάντοτε μία αντιτιθέμενη ίση αντίδραση ή οι αμοιβαίες δράσεις δύο σωμάτων ανάμεσα στο ένα και το άλλο είναι πάντοτε ίσες και κατευθύνονται αντίθετα.
Όπως ακριβώς ο Νεύτωνας στο Philosophiæ Naturalis Principia Mathematica, έτσι και ο Φρόυντ εισάγει δυο θεμελιώδεις ορισμούς.
(α) Θέτει ως την «πρώτη θεμελιώδη ιδέα» την έννοια της «ποσότητας Q», που αντιστοιχεί στη νευρωνική διέγερση, ορίζοντάς την εξαρχής ως «ποσότητα σε κατάσταση ροής».Σε διάλεξή για την ιστολογία που δόθηκε το 1882, ο Φρόυντ είχε ήδη ορίσει τους νευρώνες ως «απομονωμένες οδούς αγωγής». Αυτοί οι νευρώνες, που είναι απομονωμένοι ο ένας από τον άλλον, διασχίζονται από ποσότητες διέγερσης που υποτάσσονται «στους γενικούς νόμους της κίνησης». Έχοντας ορίσει αυτή την πρώτη θεμελιώδη ιδέα της «ποσότητας νευρωνικής διέγερσης σε κίνηση», ο Φρόυντ συνεχίζει να περιγράφει μια πρωταρχική και απολύτως θεμελιώδη αρχή της νευρωνικής διάταξης. Μια αρχή που θα ρύθμιζε την κίνηση των ποσοτήτων διέγερσης (δηλαδή, την κυκλοφορία τους, ή τη ροή τους, στη νευρωνική διάταξη), την «αρχή της αδράνειας των νευρώνων». Ο όρος «αδράνεια» είναι εντελώς νέος στα γραπτά του Φρόιντ. Σύμφωνα με την αρχή της νευρωνικής αδράνειας, «οι νευρώνες τείνουν να αποδεσμεύονται από το Q».
(β) Ο Φρόυντ εισάγει τη δεύτερη θεμελιώδη ιδέα του, τη «θεωρία των νευρώνων», ώστε η ποσότητα της νευρωνικής διέγερσης να είναι σε κίνηση, και επομένως να ρυθμίζεται από τους «γενικούς νόμους της κίνησης» – σύμφωνα με τις γνώσεις του για τους νευρώνες που απέκτησε κατά τη διάρκεια της έρευνάς του στην ιστολογία στο Ινστιτούτο Brücke. Έτσι, σε αυτές τις εκτιμήσεις που προέρχονται από τη φυσική προστίθενται ορισμένες ανατομικές απόψεις, σχετικά με τη δομή και τη λειτουργία του νευρικού συστήματος: ‘φθάνουμε στην ιδέα ενός «καθηλωμένου» νευρώνα (Ν) γεμάτο με ορισμένη ποσότητα (Qi), αν και άλλες φορές μπορεί να είναι κενός’. Οι νευρώνες θα μπορούσαν επομένως να διασχίζονται από κάποια μορφή «ρεύματος» και να είναι, σύμφωνα με την άποψη που ήδη εκφράστηκε το 1882, «δρόμοι αγωγιμότητας».
Οι τρεις νόμοι του Φρόυντ
Ο Φρόυντ υποστηρίζει την ύπαρξη δύο τύπων νευρώνων, των αισθητηριακών νευρώνων και των κινητικών νευρώνων, που θα επέτρεπαν στο νευρικό σύστημα να εξουδετερώσει τη λήψη ποσοτήτων Q με το να απαλλαγεί από αυτές μέσω μιας αντανακλαστικής κίνησης που εκφορτίζει την ποσότητα της διέγερσης. Ορίζει την πρωταρχική τάση του νευρωνικού συστήματος την αναζήτηση μιας κατάστασης ισορροπίας, το «επίπεδο = 0». Σύμφωνα με τη φροϋδική αρχή της νευρωνικής αδράνειας, η τάση των νευρώνων να εκφορτίζονται, μπορεί να εξομοιωθεί με την αναζήτηση μιας κατάστασης ισορροπίας, στο «επίπεδο μηδέν».
Η φροϋδική αρχή της αδράνειας βασίζεται στην αναζήτηση μιας κατάστασης όπου δεν υπάρχουν διεγέρσεις ή στην ταχύτερη δυνατή εκφόρτιση οποιωνδήποτε ποσοτήτων διέγερσης έτσι ώστε να προσεγγιστεί το επίπεδο μηδέν. Ο Φρόυντ επιλέγει σκόπιμα να χρησιμοποιήσει τον όρο «αδράνεια» από την φυσική σε αυτή τη θεμελιώδη αρχή της ψυχικής λειτουργίας, και όχι τον όρο «σταθερότητα» από την φυσιολογία. Και όταν αναφέρεται στους «γενικούς νόμους της κίνησης», τοποθετείται ρητά στο γνωσιολογικό πλαίσιο της Νευτώνειας δυναμικής.
Όπως στον πρώτο νόμο της κίνησης του Νεύτωνα ένα σώμα ισορροπεί, εκτός αν σ’ αυτό ασκείται δύναμη, έτσι και το νευρικό σύστημα, αν φανταστούμε μια πρωταρχική κατάσταση στην οποία απουσιάζει οποιασδήποτε διέγερση, θα πρέπει να παραμένει σε μια κατάσταση ισορροπίας, διατηρώντας το «μηδενικό επίπεδο».
Σε αναλογία με τον δεύτερο νόμο του Νεύτωνα, ο Φρόυντ διαπιστώνει ότι πρέπει επίσης να εξετάσει μια δεύτερη αρχή, μια «δευτερεύουσα λειτουργία», που περιγράφει τη λειτουργία του νευρωνικού συστήματος όταν δεν μπορεί πλέον να διατηρήσει το μηδενικό επίπεδο. Αν εφαρμόσουμε τους δύο πρώτους Νευτώνειους νόμους της κίνησης στο νευρικό σύστημα, θα μπορούσαμε, όπως και ο Φρόυντ, να φανταστούμε ότι αρχικά βρίσκεται σε κατάσταση ηρεμίας (το «επίπεδο = μηδέν»), και ότι θα έτεινε να παραμείνει σε αυτή την κατάσταση ηρεμίας, μέχρι τη στιγμή που μια δεδομένη δύναμη εισάγει σε αυτό μια ποσότητα κίνησης. Χωρίς να επεκταθούμε περισσότερο, είναι φανερό ότι δεν υπάρχει (και δεν πρέπει να αναζητούμε) απόλυτη αντιστοιχία μεταξύ των νόμων του Φρόυντ και των αντίστοιχων του Νεύτωνα.
Τέλος, σε αναλογία με τον τρίτο νόμο του Νευτώνα, σύμφωνα με τον οποίο «σε κάθε δράση υπάρχει πάντα μία αντιτιθέμενη ίση αντίδραση», θα μπορούσε να βρει κανείς κάποιες ομοιότητες με τον φροϋδικό ορισμό της εκφόρτισης κατά την αντανακλαστική κίνηση. Οι νευρώνες εξουδετερώνουν τη λήψη των ποσοτήτων Qi εκπέμποντάς τες, διαμέσου της αντανακλαστικής κίνησης που ισοδυναμεί με έναν τρόπο εκφόρτισης. Η εισαγωγή μιας ποσότητας διέγερσης – η κινητήρια δύναμη – και η αντανακλαστική ακούσια εκφόρτισή της, μπορούν να εξομοιωθούν με τους όρους του Νεύτωνα δράσης-αντίδρασης, ότι είναι το αποτέλεσμα της δράσης ίσων ποσοτήτων που δρουν «σε αντίθετες κατευθύνσεις».
Το εγχείρημα του Φρόυντ στην παραπάνω εργασία ήταν αδύνατον να πετύχει το σκοπό του, αφού τα δεδομένα που είχε στη διάθεσή του εκείνη την εποχή για την λειτουργία των νευρώνων και γενικότερα των ζωντανών οργανισμών ήταν πενιχρά. Η προσπάθειά του λοιπόν να κατανοήσει και να ερμηνεύσει την ανθρώπινη ψυχολογική συμπεριφορά εφαρμόζοντας στο ανθρώπινο σώμα τους νόμους της φυσικής ήταν καταδικασμένη. Κάτι που συνειδητοποίησε αρκετά νωρίς. Με ριζωμένη βαθιά μέσα του τη νατουραλιστική αντίληψη ότι το σώμα και η ψυχή του ανθρώπου, είναι οι δυο όψεις του αυτού νομίσματος, αναγκαστικά στράφηκε στην άλλη πλευρά του νομίσματος – την «ψυχή» – για την μελέτη της ανθρώπινης συμπεριφοράς, εγκαθιδρύοντας αυτό που σήμερα είναι γνωστό ως ψυχανάλυση.
Έτσι, στην «Ερμηνεία των Ονείρων» (1900) όπου τίθενται τα θεμέλια της ψυχανάλυσης, ο Φρόυντ εγκαταλείπει την επιστημονική εξήγηση των ψυχολογικών φαινομένων με φυσικούς όρους, παύει να αναφέρεται στη δομή, την ανατομία και λειτουργία των νευρώνων, και στο εξής θα αναφέρεται αποκλειστικά σε μια «ψυχική» συσκευή: «Θα αφήσουμε κατά μέρος το γεγονός ότι ο ψυχικός μηχανισμός, στον οποίο αναφερόμαστε, μας είναι γνωστός ως ανατομικό παρασκεύασμα. Και δεν θα μπούμε πλέον στον πειρασμό να προσδιορίσουμε τον ψυχικό τόπο ανατομικά…»
πηγές:
1. Ανδρέας Ιωάννου Κασσέτας, «Iσαάκ Νεύτων, ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΤΗΣ ΦΥΣΙΚΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ – Το βιβλίο«
2. Jessica Tran The1, Jean-Philippe Ansermet, Pierre Magistretti, François Ansermet, «From the Principle of Inertia to the Death Drive: The Influence of the Second Law of Thermodynamics on the Freudian Theory of the Psychical Apparatus«
3. Sigmund Freud, «Τhe Interpretation of Dreams, Sigmund Freud’ (1900)«